- βούρκωμα
- τό1) заболачивание; 2) затуманивание, наполнение слезами (глаз); 3) заволакивание тучами (неба)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βούρκωμα — το η ύγρανση και το θόλωμα των ματιών, το σκοτείνιασμα: Συγκινήθηκε από το βούρκωμα των ματιών της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βούρκωμα — το [βουρκώνω] 1. η ρύπανση με βούρκο ή λάσπη 2. η θόλωση του νερού 3. η θόλωση του ουρανού 4. η θόλωση των ματιών … Dictionary of Greek
θόλωση — η (Α θόλωσις) [θολώ] (κυρίως για νερό) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού θολώνω, το θόλωμα, το βούρκωμα … Dictionary of Greek